Κυριακή 19 Απριλίου 2015

Εφτακόσια καρφιά ακόμη

Εφτακόσια καρφιά σ' αυτό που έχουμε πάψει από καιρό να είμαστε. Σαν να μην μην υπάρχει τέλος καρφώνονται ένα-ένα στο φέρετρο της ανθρώπινης υπόστασης που κάποτε (ίσως) κουβαλούσαμε δεξιά κι' αριστερά στον κόσμο.

Ακόμη εφτακόσια καρφιά νιώθω απόψε στο κορμί μου. Ένα προς ένα. Εγώ ως Έλληνας πολίτης που το μεγαλύτερο μέρος το κοινοβουλίου μου αποτελείται από ναζί εδώ και χρόνια.

Εγώ που τοποθέτησα στην κυβέρνηση αυτόν που σήμερα περιχαρής θα κάθεται στον δερμάτινο chesterfield καναπέ του μπροστά στα αρχαιοελληνικά αγάλματα του και θα σκέφτεται "εγώ είχα πει να τους τορπιλίζουμε".

Ακόμη εφτακόσια καρφιά για εμένα τον Ελληνάκο που έβγαλα τον Σημιταρά πρωθυπουργό, τον "ευχαριστούμε τις Η.Π.Α". Αυτές τις Η.Π.Α που είναι υπεύθυνες για κάθε αιματοκύλισμα σε κάθε γωνιά του πλανήτη τα τελευταία εκατό χρόνια δημιουργώντας απεγνωσμένους ανθρώπους που αναζητούν την τύχη τους μακριά από τη γη τους για να καταλήξουν τελικά επιπλέοντα πτώματα σε κάποια θάλασσα.

Ακόμη εφτακόσια καρφιά για μένα. Που υποστηρίζω το Ευρωπαϊκό ιδεώδες. Αυτό το ιδεώδες της δημιουργίας υδάτινων τάφων και στρατοπέδων συγκέντρωσης. Αυτών που οδήγησαν εμένα και όσους ξέρω στην αποκτηνοποίηση. Αλλά δεν με νοιάζει, το μόνο που με νοιάζει είναι να διαλυθώ εγώ και όσοι αγαπάω αρκεί να επιβεβαιωθεί η άθλια και μίζερη αλήθεια μου.

Τους παρακολουθούσα χρόνια στην τηλεόραση σαν να ήταν video game. "Σοκ και δέος". Και κομμένα χέρια. Και πόδια. Και κεφάλια. Και έντερα να βγαίνουν. Σήμερα όσοι απέμειναν έρχονται και μας χτυπάνε την πόρτα. Μέχρι και το αποκρουστικό μας πρόσωπο τους φαίνεται καλύτερο απ' αυτό που βίωσαν. Και να που ευτυχώς πεθάναν, κοίτα. Δε μας πήραν τις δουλειές, κοίτα. Το μόνο που μας πήραν είναι η ανθρωπιά. Κοίτα.

Πως πρηστήκαν έτσι. Μωρά μια σταλιά, μανάδες με μάτια γυάλινα, κενά. Κανείς δεν θα τρέξει κανείς δε θα πενθήσει. Εδώ πενθούμε τα χαμένα cayenne και τις σαμπάνιες και τα μπουζούκια. Τα ανοιχτά πουκάμισα με τις χρυσές καδένες και τα φτιαγμένα αυτοκίνητα.

Να φύγετε. Να μην ξαναπεθάνετε στην πόρτα μου. Δεν θέλω να μου θυμίζετε πόσο λίγος είμαι, ούτε πόσο πολύ σας απογοήτευσα. Δεν θέλω να σας βλέπω να σπαρταράτε σβήνοντας. Εμένα η θάλασσα μου είναι μπλε. Δε θέλω πτώματα και σκουπίδια. Δε θέλω να οσμίζομαι την φρίκη του θανάτου που κουβαλάτε. 

Θέλω να κοιτάζω τον ουρανό χωρίς βάρος, ξέροντας ότι τα έκανα όλα καλά. Δεν φταίω εγώ για την τύχη σας επειδή σας σιχαίνομαι. Σας σιχαίνομαι. Σας σιχαίνομαι. Παρ' όλη την δυσκολία που σας δημιούργησα παλέψατε, δεν το βάλατε κάτω. Πολεμήσατε. Και πεθάνατε.

Ο ζωντανός νεκρός.